ετερόσφυκτος

ετερόσφυκτος
ἑτερόσφυκτος, -ον (Α)
ιατρ. αυτός που έχει διαφορετικό, μεταβαλλόμενο κάθε φορά σφυγμό, αυτός που έχει άνισες σφύξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. εύ-σφυκτος, πολύ-σφυκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑτερόσφυκτος — having one wrist pulse different from the other masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεροσφυξία — ἑτεροσφυξία, ἡ (Α) [ετερόσφυκτος] ιατρ. η κατάσταση τού ετεροσφύκτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”